- (η)ξεύρω
- (η)ξεύρωβλ. ξέρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξέρω — και ξεύρω και ηξεύρω (Μ ξέρω και ἠξεύρω) γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος 2. φρ. α) «δεν θέλω … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
είντα — και είντας (Μ εἶντα) 1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα ναι η δύναμίς μου») 2. πόσο μεγάλο, τί λογής («είντα κανίσκιν άσκημο μ έχεις κανισκεμένη») 3. πόσο, τί λογής («είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα») 4. γιατί, για ποιό… … Dictionary of Greek
Πηγάς, Μελέτιος — (Χάνδακας, Κρήτη 1549 – Αλεξάνδρεια 1601). Πατριάρχης Αλεξανδρείας κι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες και λόγιους των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στην Κρήτη, συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στην Πάντοβα της… … Dictionary of Greek